λαβοῦσαι

λαβοῦσαι
λαμβάνω
a
aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεράπαινα — η (Α θεράπαινα) (θηλ. τού θεράπων) υπηρέτρια («αἱ θεράπαιναι λαβοῦσαι ἀπῆγον αὐτήν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεράπων] …   Dictionary of Greek

  • μεθίδρυσις — μεθίδρυσις, ἡ (Α) [μεθιδρύω] 1. μετάθεση, μετακίνηση, μετοίκηση, μετεγκατάσταση («αἱ Μυκῆναι μείζονα ἐπίδοσιν λαβοῡσαι διὰ τὴν τῶν Πελοπιδῶν εἰς αὐτὰς μεθίδρυσιν», Στράβ.) 2. μετατροπή, μεταρρύθμιση («μηδεμιᾱς μεθιδρύσεως μηδὲ μετακοσμήσεως… …   Dictionary of Greek

  • στλεγγίδα — η / στλεγγίς, ίδος, ΝΑ, και οτεγγίς και στελγγίς και στελγίς και στελεγγίς και στεργίς και στλιγγίς και στρεγγίς και αρσ. τ. στλέγγος, Α (στην αρχ. Ελλάδα) είδος ξύστρας, συνήθως χάλκινης, σε σχήμα κυκλικού κοχλιαρίου την οποία χρησιμοποιούσαν οι …   Dictionary of Greek

  • τόμιον — τὸ, Α [τομή / τόμος] 1. σφάγιο που έχει τεμαχιστεί σε θυσία και πάνω στο οποίο δίνονταν όρκοι («ἵππον λαβοῡσαι τόμιον ἐντεμοίμεθα», Αριστοφ.) 2. ακατέργαστο κομμάτι ξύλου, κούτσουρο 3. στον πληθ. τὰ τόμια τα μέρη τού σφαγίου που χρησιμοποιούνται… …   Dictionary of Greek

  • λαβοῦσ' — λαβοῦσι , λάπτω Epic. Alex.Adesp. aor subj pass 3rd pl (epic) λαβοῦσα , λαμβάνω a aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) λαβοῦσι , λαμβάνω a aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λαβοῦσαι , λαμβάνω a aor part act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”